- σπογγοθηρική
- σπογγο-θηρική, ἡ, die Kunst dessen, der auf Schwämme Jagd macht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σπογγοθηρικός — ή, όν, Α [σπογγοθήρας] το θηλ. ως ουσ. ἡ σπογγοθηρική η τέχνη τού σπογγοθήρα, σπογγαλιεία … Dictionary of Greek